μπιζάρω

μπιζάρω
(αόρ. (ε)μπίζαρα) 1. μετ. вызывать на бис;

την μπιζάρανε πέντε φορές — её вызывали на бис пять раз;

2. αμετ. кричать бис

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "μπιζάρω" в других словарях:

  • μπιζάρω — μπιζάρω, μπιζάρισα βλ. πίν. 55 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μπιζάρω — 1. κάνω κάτι για δεύτερη φορά 2. ανακαλώ στη σκηνή ηθοποιούς ή τραγουδιστές ή μουσικούς φωνάζοντας «μπις» 3. χειροκροτώ, επευφημώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bis < λατ. bis «δις» + κατάλ. άρω] …   Dictionary of Greek

  • μπιζάρω — (λ. ιταλ.), μπιζάρισα, ζητώ να επαναληφθεί μουσικό ή θεατρικό κομμάτι φωνάζοντας «μπις», χειροκροτώ, επιδοκιμάζω: Πολλές φορές μπιζάρισαν τους ηθοποιούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπιζάρισμα — το η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μπιζάρω, η ανάκληση τών εκτελεστών ενός θεατρικού ή μουσικού έργου στη σκηνή για να επαναλάβουν ένα μέρος του. [ΕΤΥΜΟΛ. μπιζάρω, κατά τα ουδ. σε ισμα (πρβλ. τρακάρω τρακάρισμα)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»